- ἴθυμβος
- ἴθυμβος, ὁ,A Bacchic dance and song, Poll.4.104, Hsch., Phot. (For the termination cf. ἴαμβος, διθύραμβος.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίθυμβος — ἴθυμβος, ὁ (Α) 1. βακχικός χορός και άσμα 2. ορχηστής, χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία βακχικού χορού και βακχικού άσματος που σχηματίστηκε όπως τα ίαμβος*, διθύραμβος* πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
ἴθυμβος — Bacchic dance and song masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ифимб — (Ίθυμβος) древнегреческая плясовая песня, веселого сатирического содержания, в честь Вакха … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἰθύμβων — ἴθυμβος Bacchic dance and song masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴθυμβοι — ἴθυμβος Bacchic dance and song masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ифимб — (греч. Ίθυμβος) древнегреческая плясовая песня, весёлого сатирического содержания, в честь Вакха. При написании этой статьи использовался материал из Энциклопедического словаря Брокгауза и Ефрона (1890 1907) … Википедия
υπόσκαιος — ον, Μ ο λίγο άκομψος, λίγο άτεχνος («ἴθυμβος, ᾠδὴ μακρὰ καὶ ὑπόσκαιος», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαιός «άχαρος, αδέξιος»] … Dictionary of Greek